- σπατάλημα
- τὸ, Α [σπαταλώ]άφθονη ποσότητα, δαπάνη χωρίς φειδώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπατάλημα — σπατάλη wantonness neut nom/voc/acc sg σπατάλημα neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)